Θέλω να ζω στη χώρα των νέων και όχι των χαμένων ευκαιριών (capital)

Θέλω να ζω στη χώρα των νέων και όχι των χαμένων ευκαιριών (capital)

Ξεκινάω υπενθυμίζοντας το αυτονόητο: Το Σύνταγμα είναι ο καταστατικός χάρτης της χώρας. Είναι το κείμενο που αποτυπώνει, αλλά και εξασφαλίζει τη θεσμική θωράκιση των ελευθεριών και αποτελεί εχέγγυο του υγιούς θεσμικού προσανατολισμού της χώρας.

 

Αυτό που δεν είναι αυτονόητο, όπως φαίνεται, είναι ότι το Σύνταγμα δεν είναι ούτε αρένα κομματικών διαγκωνισμών, ούτε πεδίο ιδεολογικής κατίσχυσης, ούτε πολιτικό μανιφέστο διακηρυκτικού χαρακτήρα.

 

Η κορυφαία νομική και πολιτική διαδικασία βάσει της οποίας ανανεώνεται η οριοθέτηση της εξουσίας του κράτους, έχει ως προϋπόθεση τη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων. Υπό μία αίρεση. Ποια είναι αυτή; Ότι όλες οι πλευρές μπαίνουν στη συζήτηση με πολιτική γενναιότητα, με διάθεση υπέρβασης των κομματικών εσκαμμένων και με διάθεση θεσμικής διορατικότητας.

 

Γιατί τα λέω αυτά;

 

Διότι από αυτά τίποτα δεν τηρήθηκε στην πρώτη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας από την τότε Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Συναίνεση δεν σημαίνει συμφωνούμε ότι διαφωνούμε. Συναίνεση δεν λογίζεται ως η συγκατάνευση της αντιπολίτευσης σε ό,τι προστάζει η πλειοψηφία της συμπολίτευσης.

 

Ας αναλογιστούμε πως καταλήξαμε σήμερα εδώ.

 

Γνωρίζουμε όλοι ότι η διαδικασία που ολοκληρώθηκε στη Βουλή αποτελεί τη δεύτερη φάση της αναθεώρησης. Η πρώτη συντελέστηκε λίγους μήνες πριν, όταν η τότε Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έβγαζε το λαγό της συνταγματικής αναθεώρησης από το καπέλο της ιδεολογικής της ανέχειας προκειμένου να αποπροσανατολίσει τον ελληνικό λαό.

 

Όλα ξεκίνησαν το 2016, από ένα ιδεοληπτικό γινάτι. Ή αν θέλετε την ανάγκη να πείσει ο ΣΥΡΙΖΑ τον εαυτό του ότι είναι αριστερό κόμμα. Αυτή η πρόθεση μεταλλάχθηκε σε ανάγκη να θολώσουν τα νερά του πολιτικού συστήματος και να παγιδεύουμε την τότε αντιπολίτευση, προσπάθεια η οποία εξελίχθηκε σε καταφανέστατη ήττα.

 

Αρκεί να σας θυμίσω ζητήματα ιδεοληπτικής αιχμαλωσίας, όπως  η καθιέρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας, η συνταγματική υποχρεωτική κατοχύρωση του πολιτικού όρκου και της απλής αναλογικής ή οι ανά εξάμηνο ψηφοφορία για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, τα δημοψηφίσματα με ηλεκτρονικές υπογραφές και παντελώς αχρείαστες αλλαγές στις σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας.

 

Τι αποδεικνύει αυτό; Ότι βρισκόμαστε εδώ σήμερα γιατί απλά ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να χειραγωγήσει μία κορυφαία θεσμική διαδικασία για πολιτικά οφέλη. Και είναι διπλό το κακό καθώς όχι μόνο έπαιξε με τους θεσμούς, αλλά σπατάλησε και μια ευκαιρία να κάνουμε μια γενναία προσπάθεια αναφορικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος της χώρας.

 

Ουδεμία κουβέντα για ζητήματα που απαντούν ευθέως στις πραγματικές αγωνίες της κοινωνίας αλλά και τις ανάγκες προσαρμογής της χώρας στην μετά κρίση εποχή, όπως σύγχρονη δημόσια διοίκηση, ανοικτή παιδεία, ανεξάρτητη δικαιοσύνη, ελεύθερη τοπική αυτοδιοίκηση, ανάγκη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.

 

Δεν μπορέσαμε, λοιπόν, την τελευταία εβδομάδα  στη Βουλή να συζητήσουμε για:

 

-Τη δυνατότητα να αγγίξουμε το οικονομικό μας Σύνταγμα, συμβάλλοντας στον γρήγορο εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας.

 

-Τη δημιουργία περιβαλλοντικών ισοδυνάμων.

 

-Την επιβολή κανόνων καλής νομοθέτησης.

 

-Την προστασία της σύγχρονης πολιτιστικής μας ταυτότητας και της Ελληνικής γλώσσας, όπως π.χ. το κάνει το Γαλλικό Σύνταγμα.

 

-Και ασφαλώς δεν μπορέσαμε να αποσείσουμε το σκοταδιστικό κρατικό μονοπώλιο στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Παραμείναμε έτσι η μοναδική προοδευτική – κατά τα άλλα - χώρα χωρίς μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, δεν θα μετεξελίξουμε τη χώρα σε Διεθνές Εκπαιδευτικό Κέντρο, δεν θα δώσουμε την ευκαιρία να επιστρέψουν οι χιλιάδες επιστήμονες και φοιτητές που δεν είχαν άλλη επιλογή σπουδών και έφυγαν από τη χώρα, δεν θα αξιοποιήσουμε διεθνώς τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της παιδείας και του πολιτισμού, δεν θα αποτελέσουμε πόλο έλξης φοιτητών από το εξωτερικό με ό,τι σημαίνει αυτό για την οικονομία μας.

 

Και όλα αυτά τα στέρησε από τον ελληνικό λαό ο κ. Τσίπρας χάρη των ιδεοληπτικών του εμμονών και των κομματικών του παρωπίδων.

 

Δεν θέλω, όμως, να εκπέμπω στείρο αρνητισμό. Ευτυχώς, με την θεσμική ωριμότητα που επέδειξε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας  μπορούμε να πούμε ότι η διαδικασία δεν πήγε εντελώς χαμένη.

 

Και να σταθώ σε δύο ζητήματα που θεωρώ ότι πάνε τη χώρα μπροστά:
 

-Η στήριξη των δικαιωμάτων της μειοψηφίας είναι στοιχειώδες δημοκρατικό χρέος. Κατοχυρώνεται λοιπόν και συνταγματικά μια καινοτομία, την οποία κανένα κόμμα ως τώρα δεν είχε τολμήσει να προτείνει. Η εξεταστική επιτροπή παύει να είναι προνόμιο μόνο για την πλειοψηφία, αλλά θα είναι και για την μειοψηφία (άρθρο 68).

 

-Αποσυνδέεται ουσιαστικά η την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής (άρθρο 32). Έτσι, δεν θα διακόπτεται η νομιμοποιητική εξουσία μιας Κυβέρνησης να συνεχίσει το έργο της με την εντολή που έλαβε από το λαό. Όπως έκανα ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, με τα γνωστά αποτελέσματα.

 

Όπως είπα και στην αρχή αυτού του άρθρου, η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν αποτελεί προνόμιο της ιδεολογικής κατοχύρωσης της εκάστοτε πλειοψηφίας.

 

Αποτελεί υποχρέωση αντιμετώπισης αναχρονιστικών σκέψεων, πρακτικών και ιδεοληψιών. Προσωπικά, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες πολίτες, δεν θέλω να ζω στη χώρα των χαμένων ευκαιριών. Θέλω να ζω στη χώρα των νέων ευκαιριών.

 

Καλό είναι να λέμε αλήθειες στον ελληνικό λαό. Αλλά καλό είναι να λέμε αλήθειες και στον εαυτό μας. Είμαστε ευχαριστημένοι λοιπόν, που δεν συζητήσαμε όλα εκείνα που θα μπορούσαν να πάνε τη χώρα μπροστά; Και το λέω αυτό γιατί ως πολιτικοί το ευκταίο για εμάς θα ήταν να μπορούμε μιλάμε όχι απλά για προσαρμογές, αλλά για το πώς θα δείχνουμε το δρόμο. Και χωρίς να θέλω να απομειώσω τη σημασία του πρώτου, εμείς προφανώς χάσαμε την ευκαιρία για το δεύτερο.

 

Δυστυχώς, ο ΣΥΡΙΖΑ μας καταδίκασε να κάνουμε υπομονή ακόμα πέντε χρόνια. Μέχρι να έχουμε το δικαίωμα για την επόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση.

 

Ευτυχώς για τους πολίτες και τους θεσμούς της χώρας είναι βέβαιο ότι και τότε Κυβέρνηση θα είναι η Νέα Δημοκρατία και πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προκειμένου να μπορέσει η χώρα να ανταποκριθεί στο κάλεσμα των καιρών, αλλά και στη θεσμική της ευθύνη απέναντι στην ιστορίας.