Στο «Capital.gr» και το δημοσιογράφο Δημήτρης Γκάτσιος
Η Νέα Δημοκρατία, μετά την πολύνεκρη τραγωδία στο Μάτι Αττικής κατηγορεί την Κυβέρνηση, όχι μόνο για ανικανότητα, αλλά και για κυνισμό, για θράσος, για αναλγησία. Πως τεκμηριώνετε τόσο σκληρές καταγγελίες;
Θέσαμε στην Κυβέρνηση μια σειρά ερωτήματα που αφορούν στις δράσεις που όφειλε να αναπτύξει τόσο πριν όσο και κατά το ξέσπασμα της φωτιάς. Γιατί δεν έγιναν οι προβλεπόμενες ενέργειες για την πρόληψη και την άμεση καταστολή; Γιατί έλειπαν οι επιτόπιες μονάδες πυρόσβεσης; Γιατί ενώ έγινε εκκένωση κατασκηνώσεων, δεν δόθηκε ανάλογη οδηγία για τους κατοίκους; Ποιες πρωτοβουλίες πήρε η Πολιτική Προστασία; Τι έκανε τις πρώτες κρίσιμες στιγμές; Αυτά αφορούν την ανεπάρκεια και την ανικανότητά τους. Ο κυνισμός, ωστόσο, το θράσος και η αναλγησία εκπέμπονται μέσα από τη μεσονύχτια σύσκεψη που οργάνωσε ο Πρωθυπουργός στο Συντονιστικό της Πυροσβεστικής. Πρωτ’ απ’ όλα διότι έγινε μπροστά στις κάμερες γεγονός που δείχνει ότι σκοπός δεν ήταν η αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά η επικοινωνιακή προβολή του Πρωθυπουργού. Δεύτερο γιατί δεν μετείχαν τα Υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Ναυτιλίας παρόλο που ήδη είχαν εμπλακεί εντελώς ασυντόνιστα. Και τρίτον διότι μετείχε ο Υπουργός Αναπληρωτής Υγείας γεγονός που πρόδιδε τη γνώση που είχαν για το μέγεθος της ανθρώπινης τραγωδίας, αλλά δεν είπαν κουβέντα για νεκρούς και δεν πήραν καμία απόφαση για τους ανθρώπους που πέθαιναν την ώρα εκείνη και χρειάζονταν βοήθεια.
Ο κ. Πολάκης λέει ότι οι πληροφορίες που είχαν για νεκρούς την ώρα της σύσκεψης ήταν ανεπιβεβαίωτες, καθώς ο νεκρός επιβεβαιώνεται την ώρα που ο ιατροδικαστής βάζει τη σφραγίδα τους.
Πρωτ’ απ’ όλα οι πληροφορίες που είχε ήταν από τα νοσοκομεία και άρα είχαν την πιο έγκυρη σφραγίδα. Δεύτερον οι σοροί - όπως επισημαίνει η ΠΟΕΔΗΝ - ήταν κάρβουνο, μεταφέρθηκαν αμέσως στους νεκροθαλάμους και δεν μπορεί να λέει - ιδίως για μια σύσκεψή που καλείτο να εξετάσει όλα τα δεδομένα – ότι χρειαζόταν έκθεση ιατροδικαστή. Τρίτον πριν τη σύσκεψη το Υπουργείο είχε ζητήσει από το ΚΕΛΠΝΟ 40 σάκους για σορούς. Και τέταρτον, στη διάρκεια της σύσκεψης ο κ. Πολάκης άρχισε να λέει για «βαριά τραυματισμένους», αλλά τον διέκοψε ο κ. Τσίπρας για να ρωτήσει τι αέρα θα κάνει την επόμενη μέρα. Εάν όλα αυτά δεν συνθέτουν μια παρωδία σύσκεψης, με στόχο την επικοινωνία και όχι την αντιμετώπιση του προβλήματος, εάν δεν εκπέμπουν κυνισμό και αναλγησία, εάν δεν συνιστούν ασέβεια στους νεκρούς, ας το κρίνουν οι πολίτες.
Τώρα πάντως η Κυβέρνηση επικεντρώνει στην αποτροπή κάθε άλλης παρόμοιας τραγωδίας και βάζει στο στόχαστρο τα αυθαίρετα, ενώ έχουν φύγει ο κ. Τόσκας και οι επικεφαλής της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής…
Κατ’ εξοχήν υπόλογος είναι ο κ. Τσίπρας και δεν απαλλάσσεται από το στίγμα μιας εκατόμβης νεκρών με καρατομήσεις και αποπομπές εκείνων που ο ίδιος υπερασπιζόταν για πολλές μέρες μετά την τραγωδία. Είναι, άλλωστε ο δράστης της ύβρεως που διεπράχθη τα μεσάνυχτα της 23ης Ιουλίου με τη χυδαία παράσταση της δήθεν σύσκεψης, όπου όλοι προσποιούνταν τους ανήξερους και συζητούσαν περί άλλα αδιαφορώντας για όσα δραματικά συνέβαιναν την ίδια εκείνη στιγμή. Στην ανικανότητα, τον κυνισμό και τη ύβρι, έρχεται τώρα να προσθέσει την απόπειρα συγκάλυψης με εκτροπή της συζήτησης στα αυθαίρετα. Θυμίζω λοιπόν τρία πράγματα: Πρώτον ο τελευταίος νόμος της Νέας Δημοκρατίας για τα αυθαίρετα προέβλεπε ρητά ότι αποκλείονται τακτοποιήσεις σε δασικές εκτάσεις και ότι τα έσοδα θα πηγαίνουν στην πολεοδόμηση. Το νόμο αυτό ανανέωσε πέντε φορές η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς ωστόσο να αποδίδει τους πόρους στην Αυτοδιοίκηση. Δεύτερον υπάρχουν δυο αποφάσεις Υπουργών της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το Φεβρουάριο και τον Οκτώβριο του 2015, του κ. Βούτση και του κ. Κουρουμπλή, που επέβαλαν αναστολή προγραμματισμένων κατεδαφίσεων. Και τρίτον σήμερα υπάρχουν 1.639 αμετάκλητες αποφάσεις κατεδάφισης, που δεν εκτελέστηκαν με ευθύνη της Κυβέρνησης.
Φαίνεται, πάντως, ότι παρά την τραγωδία, παραμένει για το Μέγαρο Μαξίμου, η 20η Αυγούστου κομβικής σημασίας ημερομηνία. Ενώ, όμως, η Κυβέρνηση κάνει λόγο για τη λήξη των Μνημονίων, η Νέα Δημοκρατία επιμένει ότι ένα άτυπο 4ο Μνημόνιο είναι εδώ… Τελικά, ποιος έχει δίκιο;
Στις 20 Αυγούστου, η Ελλάδα βγαίνει στις αγορές, καθώς τελειώνει πράγματι το τρίτο πρόγραμμα στήριξης, αλλά δεν τελειώνουν τα Μνημόνια. Το λέει ξεκάθαρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με το κείμενο που έστειλε στις 23 Μαΐου κάτω από τον τίτλο «Συμπληρωματικό Μνημόνιο» και αφορά στην περίοδο 2018 - 2021. Το λέει και το Μεσοπρόθεσμο που ψήφισαν στις αρχές Ιουλίου ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ. Και τα δυο αυτά κείμενα επιβάλλουν πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του Α.Ε.Π. μέχρι το 2022 και περιλαμβάνουν περικοπές στις συντάξεις και μείωση του αφορολόγητου που αφαιρούν από τους πολίτες συνολικό ποσό 5,1 δις ευρώ. Αν δεν θέλουν να το πουν 4ο Μνημόνιο ας το πουν συμπληρωματικό – όπως το λέει η Ε.Ε. – ή όπως αλλιώς θέλουν. Είναι όμως Μνημόνιο – ένα ακόμη αχρείαστο Μνημόνιο της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Και είναι επώδυνο για τους πιο αδύναμους.
Πέρα από όλα αυτά, μείζον ζήτημα παραμένει και το Σκοπιανό. Θεωρείτε ότι μπορεί να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα;
Ο κ. Τσίπρας τελείωσε. Τετέλεσται. Και ασφαλώς συντελεί σε αυτό και ο χειρισμός του Σκοπιανού. Ξέρουμε, βέβαια, ότι ο πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κανένα ζήτημα. Άλλωστε κορυφαία στελέχη του ζητούσαν – και μάλιστα λίγο πριν την απόφαση του Βουκουρεστίου και την εθνική επιτυχία του Κώστα Καραμανλή – να αναγνωριστεί το γειτονικό Κράτος με το όνομα «Μακεδονία». Ανάμεσα, όμως, στους πολίτες που εξαπατήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν Έλληνες με εθνικές ευαισθησίες που δεν ανέχονται τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ. Είναι άλλωστε απαράδεκτο – όπως επίμονα τονίζει ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης – να αναγνωρίζεται στα Σκόπια «μακεδονική» εθνότητα και γλώσσα. Όπως είναι απαράδεκτο να μπαίνουν στην κρίση διεθνούς ομάδας ειδικών τα προϊόντα μας που έχουν μακεδονική επωνυμία. Όπως και το γεγονός ότι η Κυβέρνηση έσπευσε να παραδώσει στα Σκόπια δικαιώματα στην Ελληνική Α.Ο.Ζ. Μην λένε ότι βρήκαν τετελεσμένα που έπρεπε να σεβαστούν. Διότι καμία ελληνική Κυβέρνηση στο παρελθόν δεν είχε δεχτεί κάτι τέτοιο. Και μην νομίζουν ότι καταγγέλλοντας άλλους μπορούν να απαλλαγούν από το στίγμα που τους ανήκει.